- ἀστέριοι
- ἀστέριοςstarredmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀστέριοι — Ἀστέριος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαγός — κοσμαγός, ὁ (ΑM) ο οδηγός τού κόσμου, ο ηγήτορας τού κόσμου («σὲ μὲν οἱ νοεροὶ μέλπουσιν, ἄναξ, σὲ δὲ κοσμαγοὶ ὀμματολαμπεῑς νόες ἀστέριοι ὑμνοῡσι», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + αγός (< ἄγω), πρβλ. ξεν αγός, ουρ αγός] … Dictionary of Greek